ΕΝΟΤΗΤΑ 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ

«Η Ριζοσπαστικοποίηση αναφέρεται σε μία βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη διαδικασία όπου τα άτομα σχετίζονται με εξτρεμιστικές ιδέες ή νομιμοποιούν τις πράξεις τους με βάση εξτρεμιστικές ιδεολογίες».

(Danish Government, 2016: “Preventing and countering extremism and radicalization. National Action Plan”- Κυβέρνηση της Δανίας, 2016:
«Πρόληψη και αντιμετώπιση της ριζοσπαστικοποίησης, Εθνικό Σχέδιο Δράσης») 

Η έννοια της ριζοσπαστικοποίησης αναπτύχθηκε για να γίνει κατανοητό γιατί άνδρες νεαρής ηλικίας που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε δυτικές δημοκρατικές χώρες, προβαίνουν σε τρομοκρατικές ενέργειες στην Ευρώπη (εγχώριοι τρομοκράτες) και γιατί οι νέοι αυτοί άνδρες πηγαίνουν στη Συρία ή στο Ιράκ για να πολεμήσουν στο πλευρό των Τζιχαντιστών (αλλοδαποί μαχητές).

Σε ό,τι αφορά τη σαφή σύλληψη των εννοιών, δεν υπάρχει ένας κοινώς αποδεκτός ορισμός της ριζοσπαστικοποίησης και του εξτρεμισμού ανάμεσα στους/στις ερευνητές/-ριες και στους φορείς χάραξης πολιτικής. Επομένως, δεν είναι απλώς θέμα πραγματικών ή διαδικτυακών ριζοσπαστών που παρασύρουν τα ευάλωτα άτομα σε μία διαδικασία που οδηγεί σε βίαιο εξτρεμισμό. Ωστόσο, παρατηρείται μία γενική συμφωνία στο γεγονός ότι ένα άτομο δεν ριζοσπαστικοποιείται από τη μία στιγμή στην άλλη και δεν παρακινείται από έναν και μόνο παράγοντα. Στην ουσία, πρόκειται για μία διαδικασία, όπου τα άτομα σταδιακά αναπτύσσουν πιστεύω και στάσεις που αποκλίνουν ριζικά από την κυρίαρχη τάση της κοινωνίας. Μερικά άτομα ξεπερνούν το όριο ανάμεσα στις ριζοσπαστικές ιδέες και τις βίαιες πράξεις. Βέβαια, οι ριζοσπαστικές ιδέες δεν καταλήγουν πάντα σε βίαιες συμπεριφορές. Για τον λόγο αυτό, ορισμένοι εμπειρογνώμονες διαχωρίζουν τη ριζοσπαστικοποίηση σε γνωστική και συμπεριφορική.

Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι η ριζοσπαστικοποίηση και ο εξτρεμισμός είναι σχετικοί όροι που εξαρτώνται από το εκάστοτε πλαίσιο. Αυτό σημαίνει ότι η σημαντικότητά τους εξαρτάται από το τι θεωρείται «τάση», «φυσιολογικό» και «νόμιμο» στην εκάστοτε κοινωνία, π.χ. «ο τρομοκράτης ενός ατόμου είναι ο ελευθερωτής κάποιου άλλου».

Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ

Part 1 Module 1 Randy Borum, 2011

Πηγή: Randy Borum, 2011

Τα τελευταία είκοσι (20) χρόνια, οι ερευνητές/-ριες και οι ειδικοί έχουν αναπτύξει μία ευρεία γκάμα μοντέλων για να εξηγήσουν τη διαδικασία της ριζοσπαστικοποίησης. Ανάμεσα σε αυτά τα γνωστά μοντέλα είναι και αυτά που αναπτύχθηκαν από τους Randy Borum και Fathali M. Moghaddam (Borum, R., 2011): “Radicalization into violent extremism II”. Journal of Strategic Securityno. 4 ).

Ο Randy Borum επιδιώκει να συνδυάσει τους κοινούς παράγοντες των διαδικασιών ριζοσπαστικοποίησης σε ένα μοντέλο τεσσάρων σταδίων.

Το μοντέλο αυτό δείχνει πώς η εμπειρία των παραπόνων, της διάκρισης και της ευαλωτότητας μπορεί να οδηγήσει σταδιακά στην αντίληψη ότι προκαλούνται από εξωτερικούς παράγοντες, είτε αυτοί είναι άτομα είτε ομάδες είτε η κοινωνία γενικότερα. Βαθμιαία, οι νέοι άνθρωποι κατευθύνουν το θυμό τους σε κάποιον εχθρό: «Επίρριψη ευθυνών: Εσύ φταις!». Το τελευταίο στάδιο περιλαμβάνει το μίσος και τη δαιμονοποίηση ή/και τη στέρηση των ανθρωπίνων ιδιοτήτων των υπευθύνων, ενώ σε αυτό το στάδιο ορισμένα άτομα ενδέχεται να διαπράξουν βιαιότητες.

Παρόμοιο είναι το μοντέλο που προτείνει ο καθηγητής Fathali M. Moghaddam, το οποίο ονομάζεται «η κλίμακα/σκάλα της τρομοκρατίας» (“staircase to terrorism“).

(Moghaddam, Fathali M. (2005): “The staircase to terrorism. A psychological explanation”. In American Psychologist.

Στο παραπάνω μοντέλο, η διαδικασία της ριζοσπαστικοποίησης ενεργοποιείται από εμπειρίες που δημιουργούν παράπονα και αδικία. Έτσι, στο ισόγειο περιλαμβάνονται πάρα πολλοί άνθρωποι. Πολλοί νέοι άνθρωποι θα συμφωνούσαν με την εμπειρία της αδικίας και ενδεχομένως θα έδειχναν ενσυναίσθηση ή ακόμα και υποστήριξη προς αυτούς τους ανθρώπους που επιλέγουν να δράσουν και να κάνουν κάτι για αυτό.

Ένας πολύ μικρός αριθμός ατόμων προχωράει στους επόμενους ορόφους της σκάλας του μοντέλου. Ένας ακόμη πιο μικρός αριθμός ανθρώπων φτάνει έως τον τελευταίο όροφό, δηλαδή «παραβιάζει τον ανασταλτικό μηχανισμό» και πραγματοποιεί βίαιες πράξεις.

Άλλα μοντέλα εισάγουν και άλλα ενδιάμεσα στάδια. Εντούτοις, παρά τις όποιες παραλλαγές, αυτός ο τύπος διαδικαστικών μοντέλων εγείρει συνήθως τα ίδια σπουδαία ερωτήματα, όπως:

  • Ποιοι παράγοντες ενεργοποιούν τη διαδικασία της ριζοσπαστικοποίησης; • Πότε και γιατί κάποια άτομα φτάνουν στο τελευταίο στάδιο του βίαιου εξτρεμισμού; • Ποιοι παράγοντες και μηχανισμοί είναι καθοριστικοί για να σταματήσουν τα άτομα αυτή τη διαδικασία;
  • Πότε και γιατί τα άτομα μετακινούνται από το ένα στάδιο στο άλλο;
  • Είναι δυνατόν να διακοπεί η διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης και το άτομο να εμπλακεί εκ νέου στη διαδικασία σε μεταγενέστερο χρόνο ξεκινώντας πάλι από το ίδιο στάδιο ή από κάποιο μετέπειτα στάδιο;
  • Γιατί δεν ριζοσπαστικοποιούνται άτομα που διαθέτουν τα ίδια χαρακτηριστικά;

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ

Στις μέρες μας, η γενική στάση των ερευνητών/-ριών και των ειδικών είναι ότι δεν υπάρχει ένας μεμονωμένος παράγοντας ριζοσπαστικοποίησης, αλλά πρόκειται για ένα περίπλοκο σύμπλεγμα παραγόντων που σχετίζονται με τις συγκυρίες και αφορούν τρία διαφορετικά επίπεδα:

«Η ριζοσπαστικοποίηση είναι ένα φαινόμενο που εξαρτάται άμεσα από τις συγκυρίες. Παγκόσμιοι, κοινωνιολογικοί και πολιτικοί παράγοντες διαδραματίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο με τους ιδεολογικούς και ψυχολογικούς παράγοντες».

 

The European Commission, Expert Group on Violent Radicalisation (2008): “Radicalisation processes. Leading to Acts of Terrorism”

Δεν υπάρχει ένα και μοναδικό μοντέλο που να μπορεί να ενσωματώσει όλους τους παράγοντες και τους μηχανισμούς. Η ερευνητική κοινότητα έχει εντοπίσει έναν ευρύ κατάλογο παραγόντων που οδηγούν στη ριζοσπαστικοποίηση. Για παράδειγμα, ο Magnus Ranstorp (The Root Causes of Violent Extremism” – RAN Issue Paper 04/01) επισήμανε τους ακόλουθους παράγοντες:

Ατομικοί παράγοντες

Αισθήματα αποξένωσης από την κοινωνία, εξευτελισμός και θυματοποίηση, θεωρίες συνωμοσίας.

Κοινωνικοί παράγοντες

Αποκλεισμός και διακρίσεις, απομονωμένες κοινότητες, ανεργία, χαμηλά επίπεδα εκπαίδευσης, συναναστροφή με συνομηλίκους που εμπλέκονται σε ριζοσπαστικά δίκτυα

Πολιτικοί παράγοντες

«Οι δυτικές χώρες είναι σε πόλεμο με το Ισλάμ», ισλαμοφοβία.

Ιδεολογικοί/θρησκευτικοί παράγοντες

Βίαιη ερμηνεία θρησκευτικών πεποιθήσεων, όπως το Ισλάμ και απόψεις ότι οι δυτικές κοινωνίες είναι ανήθικες.

Κρίση πολιτισμού και ταυτότητας

Έλλειψη αίσθησης του ανήκειν, αντίσταση στις κοινωνικά κυρίαρχες συμβατικές ιδέες της κοινωνίας και της οικογένειας

Τραύμα και άλλοι ενεργοποιητικοί μηχανισμοί

Διαταραχή μετατραυματικού στρες, θάνατος μελών της οικογένειας.

Σε άλλες ερμηνείες (Mhtconsult 2010 and 2012), οι παράγοντες που ενεργοποιούν τη διαδικασία έχουν συγκεκριμένες εξωτερικές ενδείξεις όπως:

  • Αλλαγές στην εικόνα: οι νέοι άνθρωποι αλλάζουν την εικόνα τους, για παράδειγμα τον τρόπο που ντύνονται, χρησιμοποιούν πολιτικά, ιδεολογικά ή θρησκευτικά σύμβολα κτλ.
  • Αλλαγές στη συμπεριφορά: οι νέοι άνθρωποι αλλάζουν τη συμπεριφορά τους με τρόπο που είναι εμφανής.
  • Αλλαγές στις στάσεις των ατόμων: οι νέοι άνθρωποι αλλάζουν απόψεις, συμπάθειες και αξίες.
  • Αλλαγές στις σχέσεις: οι νέοι άνθρωποι αλλάζουν τον υπάρχοντα κοινωνικό τους κύκλο και σχετίζονται με νέες κοινωνικές, πολιτικές ή θρησκευτικές ομάδες.

Αν και δεν υπάρχει πλήρης ομοφωνία σχετικά με την πρόληψη της ριζοσπαστικοποίησης, πολλοί από τους παράγοντες κινδύνου είναι ευρέως γνωστοί και αυτή η γνώση συμπεριλαμβάνεται σε συγκεκριμένα προληπτικά μέτρα και παρεμβάσεις.

Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στην ανάγκη να βρεθούν αποτελεσματικές στρατηγικές για την καταπολέμηση της ριζοσπαστικοποίησης μέσω της κινητοποίησης και της ενδυνάμωσης τοπικών κυβερνήσεων, εκπαιδευτικών, κοινωνικών λειτουργών και της κοινωνίας των πολιτών. Βασική επιδίωξη είναι η ευαισθητοποίηση και η ανάπτυξη της ανθεκτικότητας των ατόμων που δεν είναι ριζοσπαστικοποιημένα απέναντι στον βίαιο εξτρεμισμό.

Γενικά, οι δράσεις πρόληψης χωρίζονται σε τρία (3) είδη σύμφωνα με «το τρίγωνο της πρόληψης» (Hemmingsen, A., 2015):

Part 1 Module 1 Hemmingsen, A., 2015

Το γενικό επίπεδο πρόληψης ονομάζεται επίσης και πρωτογενής ή γενική πρόληψη. Σε αυτό το επίπεδο η ομάδα-στόχου είναι τα παιδιά και οι νέοι/-ες καθώς και – έμμεσα – οι επαγγελματίες που εργάζονται με παιδιά και νέους/-ες στην τοπική κοινότητα. Μεγαλύτερη προσοχή δίνεται στην ευαισθητοποίηση και τη γνώση για τη μείωση πιθανών παραγόντων κινδύνου μέσω της εστίασης σε προσωπικούς θετικούς πόρους. Έτσι, ο απώτερος στόχος της γενικής πρόληψης είναι η ενδυνάμωση των νέων ανθρώπων ώστε να γίνουν ενεργοί δημοκρατικοί πολίτες.

Υπάρχει μεγάλος βαθμός αλληλεπικάλυψης ανάμεσα στη γενική πρόληψη και τους στόχους και τις επαγγελματικές δραστηριότητες των επαγγελματιών εκπαίδευσης και εργασίας με νέους/-ες. Οι δραστηριότητες γενικής πρόληψης περιλαμβάνουν:

  • Ανάπτυξη της ανθεκτικότητας
  • Εκπαίδευση σε κοινωνική συνεργασία και επικοινωνία
  • Ενδυνάμωση της κριτικής σκέψης και δημοκρατική κατανόηση των αξιών

Το επίπεδο ειδικής πρόληψης είναι γνωστό και ως δευτερογενής ή ειδική πρόληψη. Σε αυτό το επίπεδο, η ομάδα-στόχου ορίζεται ξεκάθαρα και οι δραστηριότητες πρόληψης πρέπει να σχεδιάζονται για να ταιριάζουν σε αυτή την ομάδα. Η ομάδα –στόχου μπορεί να είναι:

  • Άτομα που ζουν σε περιοχές υψηλού κινδύνου, όπου σημειώνονται πολλά περιστατικά ριζοσπαστικοποίησης (για παράδειγμα το Molenbeek στο Βέλγιο).
  • Άτομα που δείχνουν ενδιαφέρον για ή είναι ήδη σε επαφή με ριζοσπαστικά/-ές κινήματα ή ομάδες.
  • Άτομα που παρουσιάζουν ανησυχητική συμπεριφορά.

Οι δράσεις μπορούν να περιλαμβάνουν:

  • Τη συμπαραγωγή ενός προγράμματος πρόληψης με την τοπική κοινότητα και κατά προτίμηση, από μία περιοχή που εμφανίζει περιστατικά ριζοσπαστικοποίησης, ώστε να ενδυναμωθούν οι νέοι/-ες της περιοχής και να γίνουν εκπρόσωποί του προς τις τοπικές αρχές και τους/τις επαγγελματίες που εργάζονται στον τομέα της πρόληψης.

Ένα παράδειγμα αυτού του επιπέδου είναι το έργο COCORA (2017): “The COCORA Handbook Collection”.

Το επιδιωκόμενο επίπεδο της πρόληψης ονομάζεται και τριτογενής πρόληψη. Η ομάδα-στόχου είναι άτομα που εμπλέκονται σε βίαιο εξτρεμισμό. Ο στόχος εδώ είναι ο περιορισμός της αύξησης της ριζοσπαστικοποίησης (αποριζοσπαστικοποίηση) και η παροχή προγραμμάτων εξόδου για όσους/-ες θέλουν να ξεφύγουν ή εκτιμάται ότι είναι πρόθυμοι/-ες να δεχθούν υποστήριξη προκειμένου να εγκαταλείψουν αυτές τις ομάδες.

Οι δράσεις αυτές μπορεί να περιλαμβάνουν:

  • Υποστήριξη της αλλαγής των μοτίβων συμπεριφοράς και σύνδεση της σκέψης και της συμπεριφοράς μέσω της χρήσης γνωστικών διαλογικών μεθόδων.

ΑΣΑΦΕΙΣ ΕΝΔΕΙΞΕΙΣ Ή ΑΣΑΦΗ ΠΡΟΦΙΛ

Όπως είδαμε, υπάρχουν διάφορα υπόβαθρα και πολύ διαφορετικοί παράγοντες που εμπλέκονται στη διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης των ατόμων και των ομάδων. Δεν είναι δυνατό να καθορίσουμε μία απλή αιτιότητα και μία μονοδιάστατη εξήγηση για τον λόγο που τα άτομα ριζοσπαστικοποιούνται. Όπως φάνηκε πιο πάνω, οι ερευνητές/-ριες έχουν προσπαθήσει να προσδιορίσουν συγκεκριμένα προφίλ ανθρώπων που ριζοσπαστικοποιούνται ή να δημιουργήσουν καταλόγους ενδείξεων που μπορούν να αναζητήσουν οι επαγγελματίες, ώστε να εντοπίζουν άτομα που διατρέχουν κίνδυνο ή βρίσκονται σε διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης (Borum, R.,2004).

Παρομοίως, έχουν προταθεί μοντέλα αναγνωρίσιμων σταδίων που διέρχονται τα άτομα που βρίσκονται σε διαδικασίες ριζοσπαστικοποίησης (Silber, M. D. & A. Bhatt, 2007). Ωστόσο, όλες αυτές οι προσπάθειες για δημιουργία καταλόγων ή μοντέλων έχουν δεχθεί κριτική για πολλούς λόγους, από την άποψη ότι υπάρχει κίνδυνος υπεραπλούστευσης των ποικίλων διαδικασιών ριζοσπαστικοποίησης των διαφόρων ατόμων και ομάδων σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Ελλοχεύει ο κίνδυνος υπεργενίκευσης των συμπερασμάτων σύμφωνα με μία πολύ περιορισμένη βάση δεδομένων, η οποία προκύπτει από περιπτώσεις ατόμων που έχουν διαπράξει τρομοκρατικές πράξεις. Εκτός από αυτό, ελλοχεύει και ο κίνδυνος πρόκλησης αντιπαραγωγικών διακρίσεων και στιγματισμού ατόμων λόγω των στερεοτυπικών προφίλ που αναπτύσσονται λόγω του τρόπου ζωής, των εθνοτικών υποβάθρων και της θρησκείας, με αποτέλεσμα να θεωρούν ως ύποπτους έναν πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων (Velthuis, T. & Staun, J., 2009).

Εν κατακλείδι, δεν είναι αξιόπιστη η παραγωγή ενός καταλόγου ενδείξεων για χρήση από τους/τις επαγγελματίες ως μέσο ελέγχου και αξιολόγησης. Ωστόσο, ένας αριθμός ερευνητών/-ριών και φορέων χάραξης πολιτικής τονίζουν ότι οι επαγγελματίες στο σχολείο διαδραματίζουν αποφασιστικό ρόλο στην πρόληψη της ριζοσπαστικοποίησης και του εξτρεμισμού (Rambøll, 2016; Asterisk 2016; Soei, A., 2018).

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΗ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΗΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ

Σύμφωνα με τους/τις ερευνητές/-ριες και τους φορείς χάραξης διεθνούς πολιτικής, η πρόληψη του εξτρεμισμού και της ριζοσπαστικοποίησης των νέων πρέπει να προσεγγισθεί μέσω της δέσμευσης των μαθητών/-ριών και της νεολαίας απέναντι στην κοινωνία και στις κοινότητες προσφέροντάς τους δυνατότητες συμμετοχής στη δημοκρατική κοινωνία. Το σχολείο είναι ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα που συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση μίας ενεργού και συμμετοχικής δημοκρατικής κοινωνίας. Για τον λόγο αυτό, τα σχολεία οφείλουν να δημιουργήσουν στα παιδιά μία αίσθηση του ανήκειν, εμπιστοσύνη στη συμμετοχή τους στην τάξη, στην κοινότητα και στην ευρύτερη κοινωνία, με δικαιώματα και δυνατότητες συμμετοχής, καθώς και μία ικανότητα κριτικής και προβληματισμού. Με αυτό τον τρόπο, το σχολείο καλείται να μεριμνήσει κατάλληλα αν οι μαθητές/-ριες δεν έχουν εμπιστοσύνη στην τάξη και την κοινωνία που τους/τις περιβάλλει ή/και αν αντιμετωπίζουν διακρίσεις και στιγματισμό ή αν εκφράζουν προκαταλήψεις προς ομάδες/άτομα και νομιμοποίηση της βίας προς συγκεκριμένα τμήματα του πληθυσμού. Αυτά είναι σημάδια που εγείρουν ανησυχίες και για τα οποία το σχολείο φέρει ευθύνη αλλά και υποχρέωση να τα αντιμετωπίσει με αποτελεσματικό τρόπο.

Συνεπώς, το ερώτημα που προκύπτει είναι: «Πώς μπορούν οι επαγγελματίες να εργαστούν με τόσο σοβαρά και συνάμα απαιτητικά ζητήματα στο σχολικό περιβάλλον;» Μία μετα-ανάλυση 34 ερευνών σχετικών με παρεμβάσεις στο σχολικό πλαίσιο για την πρόληψη της ριζοσπαστικοποίησης, υπογράμμισε πέντε καίρια σημεία που ενδέχεται να έχουν θετικά αποτελέσματα και να οδηγήσουν στην πρόληψη της ριζοσπαστικοποίησης (Rambøll, 2016).

Τα σημεία αυτά περιλαμβάνουν τα εξής:

  • Ανάπτυξη σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ των εκπαιδευτικών και των μαθητών/-ριών καθώς και μεταξύ των ίδιων των μαθητών/-ριών·
  • Χώρο για διάλογο, προβληματισμό και κριτική σκέψη στην τάξη και στη σχολική μονάδα·
  • Εκπαιδευτικό περιβάλλον που συμβάλλει στην ανάπτυξη ενσυναίσθησης, κατανόησης και ανεκτικότητας των άλλων και των διαφορετικών απόψεων. Οι διαφορετικές αντιλήψεις είναι ορατές και οι μαθητές/-ριες αποκτούν την ικανότητα να βλέπουν τα πράγματα από την οπτική γωνία των άλλων και μπορούν να εκφράσουν τις απόψεις τους χωρίς να αντιμετωπίζουν προκαταλήψεις.
  • Απόκτηση γνώσεων και ικανοτήτων (των μαθητών/-ριών) σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατία, τις συγκρούσεις και την επίλυσή τους και γνώση των δυνατοτήτων και των δικαιωμάτων ως ενεργά μέλη της κοινωνίας·
  • Αίσθηση του ανήκειν των μαθητών/-ριών, σεβασμός και συμπερίληψη στην τάξη και στο σχολείο, καθώς και σε εκπαιδευτικά πλαίσια.

ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΤΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ

Η μετα-ανάλυση επιβεβαιώνει αυτά που δείχνουν και οι άλλες έρευνες, ότι δηλαδή η ανάπτυξη ικανοτήτων και η συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση των επαγγελματιών μπορεί να συμβάλει αποτελεσματικά στην πρόληψη της ριζοσπαστικοποίησης (Bonell, Joe, Phil Copestake a.o., 2011). Η ανάπτυξη ικανοτήτων έχει αποτέλεσμα στην πρόληψη της ριζοσπαστικοποίησης, όταν στοχεύει στην ανάπτυξη της ικανότητας των εκπαιδευτικών να υποστηρίζουν και να διευκολύνουν τον προβληματισμό και τον διάλογο στην τάξη, με τέτοιο τρόπο ώστε όλοι/-ες οι μαθητές/-ριες να βρίσκουν χώρο για να εκφράζουν τις απόψεις τους σε ένα περιβάλλον όπου η διαφωνία και ο πλουραλισμός είναι εποικοδομητικά στοιχεία και αποτελούν βάση της κοινότητας (Rambøll, op.cit. Laird Iversen, L., 2014). Ο/Η εκπαιδευτικός πρέπει να διευκολύνει το πλαίσιο που θεωρείται αποδοτικό για προβληματισμό σχετικά με τις νόρμες και τις ιδέες καθώς και με τα ιδανικά και τις μορφές ζωής που σε άλλες περιπτώσεις θεωρούνται δεδομένα. Ο/Η εκπαιδευτικός οφείλει να εργαστεί με στόχο τη διασφάλιση μίας εποικοδομητικής «κοινότητας διαφωνίας» στην τάξη στην οποία θα μπορεί να διαχειριστεί τις διαφωνίες και την πόλωση και συγχρόνως να διασφαλίσει έναν ασφαλή χώρο για προβληματισμό σχετικά με τις προκαταλήψεις της καθημερινότητας, τις κατηγοριοποιήσεις και τα στερεότυπα. Ακόμη, θα πρέπει να αναπτύξει την εμπιστοσύνη και την αίσθηση του ανήκειν στην τάξη καθώς και στην ευρύτερη κοινότητα, η οποία θα χαρακτηρίζεται από πλουραλισμό.

Η προσέγγιση αυτή και ο εν λόγω τρόπος σκέψης σχετίζεται με την κατανόηση της δημοκρατίας ως μίας ουσιαστικά πλουραλιστικής και γεμάτης αντιφάσεις οντότητας και την αντίληψη ότι η δημοκρατική αλληλεπίδραση χαρακτηρίζεται από διαφωνίες, διαρκή αγώνα για τις ιδέες, συμβιβασμούς, σε αντίθεση με έναν στόχο επίτευξης ομοφωνίας (Mouffe, Chantal, 2004). Η ενότητα που βασίζεται στην ομοιότητα και τη σταθερή ομοφωνία απόψεων θα ερχόταν σε αντίθεση με τη δημοκρατία και θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει ένα σημάδι δημοκρατικής κρίσης. Ως εκ τούτου, η δημοκρατική συμμετοχή των πολιτών δεν επιβάλλει τη μάθηση συγκεκριμένων κωδικών λειτουργίας ή ικανοτήτων για αυτή τη συμμετοχή (Biesta, Gerd, 2013). Κάτι τέτοιο θα προσέκρουε στην ιδέα της δημοκρατίας και της ισότητας των ανθρώπων και των πολιτών. Οι πολίτες είναι μέλη της κοινωνίας από την αρχή και η δημοκρατία πρέπει να σχηματίζεται και να ανασχηματίζεται από τους νέους πολίτες καθώς και από άλλους, με τη δέσμευση των οραμάτων των ανθρώπων για μία δημοκρατική συμμετοχή. Ο ρόλος του σχολείου σε αυτή τη διαδικασία είναι να δημιουργήσει γόνιμο έδαφος για αυτή τη δημοκρατική, κριτική, δυναμική δέσμευση και την αίσθηση του ανήκειν στους νέους ανθρώπους.

ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΩΣ ΣΥΝΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΠΟΙΗΣΗΣ, ΕΞΤΡΕΜΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ

Αν και το σχολείο διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην πρόληψη του εξτρεμισμού, πολλοί/-ές ερευνητές/-ριες αντιθέτως, πιστεύουν ότι το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί συμβάλλουν στην ενίσχυση της ριζοσπαστικοποίησης και αντιφατικών θέσεων στους/στις μαθητές/-ριες (Gilliam, L., 2010).

Το σχολείο στηρίζεται σε συγκεκριμένους πολιτισμικούς κώδικες, τρόπους ομιλίας, συγκεκριμένη λογοτεχνία και συχνά σε μία κυρίαρχη θρησκευτική ταυτότητα, στοιχεία που συνδέονται με τη μεσαία τάξη, η οποία αποτελεί την πλειονότητα του πληθυσμού (Bourdieau & Passeron, 1990).

Η γνώση που εκτιμάται στο σχολείο, και βάσει της οποίας καθορίζονται τα κριτήρια της επιτυχίας, συνδέεται με αυτή την κοινωνική τάξη.

Τα παιδιά εθνοτικών μειονοτήτων ή/και άλλων κοινωνικοοικονομικών υποβάθρων αντιμετωπίζουν αυτή την ομοιογένεια στο σχολείο και κατ’ επέκταση αντιμετωπίζουν αποκλεισμό και πολιτισμική περιθωριοποίηση. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται ότι η κουλτούρα των περισσοτέρων είναι η κυρίαρχη και αισθάνονται πολύ διαφορετικά αν δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες της, ώστε να θεωρούνται «φυσιολογικά» παιδιά. Η αίσθηση του να είναι κάποιος/-α διαφορετικός/-η ή να προσδιορίζεται από διαφορετικές εθνότητες και θρησκείες, αλλά και από μία ανικανότητα να προσαρμοστεί σε συγκεκριμένες νόρμες και να καλύψει συγκεκριμένα κριτήρια, μπορεί να οδηγήσει στην ανάγκη δημιουργίας μίας αντίθετης ταυτότητας, πολλές φορές, μίας σχολικής αντικουλτούρας και στην αναζήτηση μίας κοινότητας στην οποία το άτομο θα αναγνωριστεί. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο απομόνωσης από το σχολείο, όπου το άτομο αισθάνεται ότι δεν μπορεί να πετύχει και να συμμετέχει σε τίποτα, με αποτέλεσμα να οδηγείται σε περαιτέρω απομόνωση κτλ.

Η έρευνα αυτή υπογραμμίζει τον κίνδυνο που διατρέχουν τα σχολεία, όταν συμβάλουν στην περιθωριοποίηση ορισμένων μαθητών/-ριών. Το γεγονός αυτό μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία μίας αντικουλτούρας, όπου τα νέα άτομα δομούν την ταυτότητά τους γύρω από την αίσθηση του ότι είναι διαφορετικά από την κυρίαρχη προσδοκία του σχολείου. Αντίθετα, αν το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί έχουν συνείδηση αυτών των μηχανισμών, του ρόλου τους στο πλαίσιο μίας μικροκοινωνίας και συγχρόνως αποκτήσουν τις ικανότητες και το κίνητρο να εργαστούν για τη δημιουργία ενός συμπεριληπτικού πλαισίου, της αίσθησης του ανήκειν και της εμπιστοσύνης ανάμεσα στα παιδιά και τους νέους ανθρώπους ανεξάρτητα από τις διαφορές τους, τότε αυτό θα συμβάλει καθοριστικά στην πρόληψη της ριζοσπαστικοποίησης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Rahim, E. (2010), Marginalized through the “Looking Glass Self”: the development of Stereotypes and Labeling, Journal of International Academic Research, Vol. 10, N.1

Stephens, W., Sieckelinck, S., Boutellier, H., (2019), Preventing Violent Extremist: A Review of the Literature, Studie in Conflict & Terrorism, DOI

Center for the prevention of radicalization leading to violence: https://info-radical.org/en/

Danish Government (2016): “Preventing and countering extremism and radicalization . National Action Plan”.

Borum, R (2011): “Radicalization into violent extremism II”. Journal of Strategic Security no. 4

Moghaddam, Fathali M. (2005): “The staircase to terrorism. A psychological explanation”. In American Psychologist.

The European Commission, Expert Group on Violent Radicalisation (2008): “Radicalisation processes. Leading to Acts of Terrorism”.

Ranstorp, M. (2016): “The Root Causes of Violent Extremism”. RAN Issue Paper 04/01.

Mhtconsult (2010, only Danish version): “Active citizenship through targeted inclusion. Mapping and analysis of me-thodical development and competence needs in encounters with radicalized youth among frontline workers in the City of Copenhagen”.

Mhtconsult (2012): “Deradicalisation – targeted intervention. Report on Danish pilot experience with deradicalisation and prevention of extremism”.

Hemmingsen, A. (2015): “The Danish Approach to Countering and Preventing Extremism and Radicalisation”.

One example on this level is the COCORA project (2017): “The COCORA Handbook Collection”.

Borum, R. (2004): “Psychology of Terrorism, Psychology of Terrorism Initiative”. Sagemann, M. (2004): ”Understand-ing terror networks”.

Rambøll (2016, only Danish version): ”Literature Study on prevention of radicalisation in schools”.

Silber, M. D. & A. Bhatt (2007): “Radicalisation in the West: The Homegrown Threat”. PET, Center for Terror Analysis : “Radikalisation and terror”.

Velthuis, T. & Staun, J. (2009): “Islamist radicalization: A root cause model”.

Rambøll (2016), Asterisk (2016), Soei, A. (2018a, only Danish version): ”Omar and the others. Angry young men and citizenship”.

Soei, Aydin (2018b, only Danish version): ”The school is the most important guard against racicalisation”.

Asterisk (2016, only Danish version): ”Pedagogics can prevent radicalisation”. R

AN Policy Paper (2018): “Transforming Schools into Labs for Democracy. A Companion to Preventing Violent Radicalization through Education”.

Bonell, Joe, Phil Copestake a.o.(2011): “Teaching approaches that help to build resilience to extremism among young people”.

Rasmussen, L. Kofoed (2019, only Danish Version): ”The role of the school in the prevention of radicalisation”.

Rasmussen, L. Kofoed, Neergaard Hansen, Dalum Christoffersen, Jensen, U. Højmark (2018, only Danish version): ”Democratic communities. Prevention of polarization and exclusion in school”.

Certa (2015, only Danish version): ”Resilience against radicalisation and violent extremism. An explorative study of resilience within selected communities”.

Laird Iversen, L. (2014, only Danish and Norwegian version).” Disagreement communities. A look at democratic interaction”.

Mouffe, Chantal (2004): “Pluralism, dissensus and democratic citizenship”.

iesta, Gerd (2013): “Learning Democracy in School and Society.

Gilliam, L. (2010, only Danish version): ”The unintentional integration: the school’s contribution to migrant childrens Muslim identity and community”.

Lagermann, L. Colding (2019, only Danish version) ”Colour-blind expectations”.

Bourdieau & Passeron (1990): “Reproduction in Education, Society and Culture”.

Contact Us

Do you want to sign up to receive our newsletter or write us to have more information?

Coordinator – Centro per lo Sviluppo Creativo Danilo Dolci – Italy

antonella.alessi@danilodolci.org